"Οι Χαλανδραίοι και το Μάτι". Άρθρο του κ. Χρήστου Νικολάου, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Φλυαρία τον Φεβρουάριο του 1999
Από τα πολύ παλιά χρόνια, το Μάτι υπήρξε ο αγαπημένος τόπος διακοπών των Χαλανδραίων.
Εκεί βρήκαν διέξοδο προς την θάλασσα και ανακάλυψαν το πανέμορφο θέρετρο για να απολαμβάνουν τα καλοκαίρια τους και αργότερα να φτιάξουν τις περιουσίες τους.
Ένα κομμάτι από τον τόπο τους…. Μια μικρή αποικία….
Το Χαλάνδρι την εποχή εκείνη ήταν η πλησιέστερη προς το Μάτι κωμόπολη (χωριουδάκι).
Οι ενδιάμεσες περιοχές ήταν στην ουσία ακατοίκητες. Στο Μάτι λοιπόν οι Χαλανδραίοι, κατ΄ εξοχήν αγροτικός πληθυσμός, ανακαλύπτουν σαν Ροβινσώνες μία πανέμορφη παραθαλάσσια τοποθεσία, την οποία χρησιμοποιούν έκτοτε για να δροσίζονται τα καλοκαίρια και να κάνουν τις εκδρομές τους.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, όταν η γύρω περιοχή (Νέα Μάκρη, Ραφήνα) έχει αρχίσει να παραχωρείται στους πρόσφυγες, οι Χαλανδραίοι βρίσκουν την ευκαιρία, να αποκτήσουν κλήρους στην περιοχή που αγαπούσαν. Οι αρχικοί ιδιοκτήτες στην συνέχεια πουλούν οικόπεδα, κατά προτίμηση σε συντοπίτες τους, με αποτέλεσμα την περίοδο 50-60 ο πληθυσμός του Ματιού να αποτελείται στην πλειοψηφία του από Χαλανδραίους.
Το γεγονός αυτό πιστοποιείται και από τα συμβόλαια των οικοπέδων του Ματιού, όπου μνημονεύονται ονόματα γνωστών Χαλανδραίων όπως Μπούφης, Κουράσης, Βρετός, Λίτσας, Γκικάκης, Παπασωτηρίου, Πάνας, Μπαιρακτάρης, Κατσουλιέρης κ.α. που δημιούργησαν περιουσίες και κατοίκησαν σε αυτό το μέρος διαμορφώνοντας μία ιδιότυπη κοινωνία με ζωή αποκλειστικά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Στην συνέχεια την εποχή που διαδέχθηκε τα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, ο κόσμος προσπαθούσε παράλληλα με τη επιβίωσή του, να οργανώσει εκ των ενόντων και την αναψυχή του.
Με νοσταλγία θα θυμούνται οι παλαιότεροι Χαλανδραίοι τα χρόνια εκείνα της ανέχειας και συγχρόνως της ξενοιασιάς.
Π.χ. της Αναλήψεως οι Χαλανδραίοι οργάνωναν την ετήσια εκδρομή τους στο Μάτι γεγονός που είχε γίνει παράδοση. Η μεταφορά γινόταν με Χαλανδρέικα φορτηγά. Προηγείτο η καθιερωμένη λειτουργία στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα και στην συνέχεια κατέληγαν στο «οικείο Μάτι» όπου γινόταν το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού, με τo μάζεμα της «μαλλιαρής», με σεξουαλικά υπονοούμενα, και στην συνέχεια επακολουθούσε γλέντι μέχρι αργά το βράδυ.
Άλλη μαζική εκδρομή γινόταν του Αγίου Χριστοφόρου, προστάτη των φορτηγατζήδων, οπότε η λειτουργία γινόταν στο μικρό εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας και στην συνέχεια στο Μάτι όπου, επακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι.
Λίγο αργότερα τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού, ολόκληρες οικογένειες μετακόμιζαν σταδιακά στο Μάτι προκειμένου να στήσουν τις σκηνές τους και να οργανώσουν την καλοκαιρινή τους διαμονή.
Ηλεκτρικό ρεύμα, νερό και άλλες ανέσεις που έχουμε σήμερα δεν υπήρχαν.
Υπήρχε όμως καλή διάθεση….. και περίσσευε ο ρομαντισμός….. και η ανεμελιά.
Δεν θα ξεχασθούν τα γλέντια με χορούς και τραγούδια, που αδέλφωναν τους ανθρώπους και αλάφρωναν τις ψυχές.
Τα «πάρτι» στις παραλίες, τις φεγγαρόλουστες βραδιές, με φυσαρμόνικες, γιατί δεν υπήρχε άλλη μουσική, όπου ο απονήρευτος έρωτας εύρισκε τρόπο να κάνει το θαύμα του.
Μασκαράτες….. μάλιστα… μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού, αφού οι άνθρωποι μηχανεύονταν οτιδήποτε προκειμένου να πετύχουν την διασκέδασή τους.
Και φυσικά πλάκες και γέλια….. πολλά γέλια μέχρι… λιποθυμίας.
Από τα χρόνια που άρχισα να καταλαβαίνω την ζωή δηλαδή 3-4 χρονών θυμάμαι να περνάμε τα καλοκαίρια στο Μάτι σε σκηνές, που τοποθετούνταν από τους Χαλανδραίους κοντά στις παραλίες.
Την Αρχή του καλοκαιριού συνήθως τέλη Ιουνίου ναύλωναν φορτηγά και μετέφεραν το νοικοκυριό τους, στο Μάτι όπου έστηναν τις σκηνές τους σε μέρη που επιλέγανε συνήθως στην θάλασσα.
Ακολουθούσε το στήσιμο των σκηνών με την βοήθεια και άλλων παραθεριστών και η οργάνωση του νοικοκυριού και η τοποθέτηση των αναγκαίων π.χ. ψυγείο πάγου, φανάρι για την φύλαξη τροφίμων, γκαζιέρα, τα απαραίτητα ράντσα, κάποια μικρά τραπέζια κτλ.
Το μαγείρεμα του φαγητού γινόταν με γκαζιέρες ή με αυτοσχέδιες φουφούδες που φτιάχνανε οι νοικοκυρές με τούβλα, όπου στερέωναν τις κατσαρόλες και από κάτω βάζανε φωτιά χρησιμοποιώντας κουκουνάρια ή μικρά ξυλαράκια που κόβανε από το δάσος.
Το νερό το μεταφέραμε με στάμνες από πηγάδια, από εκείνους που το επέτρεπαν και το μεταφέραμε στις σκηνές μας, όπου το καταναλώναμε με φειδώ.
Η πρώτη κατασκήνωση που θυμάμαι ήταν, όπου σήμερα το ξενοδοχείο Άττικα και οι Θειάδες μου το ονόμασαν Κολωνάκι για να αναβαθμίσουν την περιοχή.
Η δεύτερη περιοχή που επιλέξαμε, ήταν εκεί που είναι σήμερα η βίλα Γαβριήλ, πίσω από το σπιτάκι του Πάνα, η οποία τότε ήταν γεμάτη άμμο και δυσκόλευε το στήσιμο των σκηνών, αλλά υπήρχαν άλλα πλεονεκτήματα όπως παχιά σκιά και κυρίως καλή παρέα.
Ο κεντρικός δρόμος παράλληλα με την θάλασσα σήμερα (Ποσειδώνος), ήταν χωματόδρομος, όπως και εκείνος της Κυανής Ακτής και Λεωφορεία πέρναγαν μία φορά την ημέρα για τα απαραίτητα ψώνια στην Νέα Μάκρη.
Από την διασταύρωση Ποσειδώνος και Κυανής Ακτής μέχρι την Αργυρά Ακτή, η κατάσταση ήταν πιο άγρια.
Η περισσότερη διαδρομή ήταν ένα μικρό δρομάκι ανάμεσα σε πεύκα και πουρνάρια.
Υπήρχαν πέντε σπίτια και μία ταβέρνα, ονόματι ΖΟΥΓΚΛΑ, σε απόσταση το ένα από το άλλο.
Επί της Κυανής Ακτής υπήρχαν τα περισσότερα Χαλανδραίικα σπίτια.
Ανεβαίνοντας λοιπόν την Κυανής Ακτής από δεξιά και μετά το εντευκτήριο ΕΝΑ που ήταν τότε χέρσο οικόπεδο έχουμε:
• Του Χρήστου Βλαβιανού, που υπήρξε πολύ καλός Τερματοφύλακας στην ομάδα του Χαλανδρίου και ίνδαλμα της νεολαίας.
• Του Κώστα Παπαϊωάννου, που είχε μεγάλο Υαλοπωλείο στο Χαλάνδρι.
• του Ζαγοραίου, με μεγάλο παραδοσιακό φούρνο μέχρι σήμερα στο Χαλάνδρι.
• Το Εντευκτήριο Μαιάμι ιδιοκτησίας Φιλίππου.
• Πιο πάνω τα Μπαιρακταρέικα. Του Κώστα Μπαϊρακτάρη και της αδελφής του Ζωής.
• Μετά το σπίτι του Φιλίππου.
• Και του Προκοπίου που ήταν Κατηχητής στο Χαλάνδρι.
Αριστερά ανεβαίνοντας:
• Απέναντι από το ΜΑΙΑΜΙ το σπίτι της Σάσας το γένος Βλαβιανού και δίπλα του αδελφού της Πέτρου.
• Στην συνέχεια τα σπίτια του Ανάργυρου Κατσουλιέρη.
Επίσης στον παράλληλο δρόμου που ξεκίναγε από την εκκλησία ήταν πολλές Χαλανδραίικες ιδιοκτησίες.
Εκεί όπου ο κινηματογράφος και το ξενοδοχείο Μαιάμι.
Ο Βασίλης ο Φιλίππου, την 10ετία του 60, είχε φτιάξει αρχικά ένα αναψυκτήριο και έβαζε μουσική από μαγνητόφωνο και η νεολαία χόρευε τα σουξέ της εποχής.
Εγώ χόρευα ΡΟΚ ΕΝΤ ΡΟΛΛ και οι μεγάλοι με παρότρυναν να γυρίζω τις ντάμες γρήγορα για να βλέπουν τις γάμπες τους.
Οι παραλίες που προτιμούσαμε τότε ήταν:
Αυτή μπροστά από το σημερινό Ξεν. Άττικα που ήταν όμως γεμάτη πέτρες και αυτή στου Γαβριήλ που είχε και αυτή πέτρες και αχινούς και ήθελε προσοχή.
Η πιο δημοφιλής παραλία ήταν αυτή μπροστά από το σημερινό καφέ-μπαρ Φάρο, ιδιοκτησίας Βρετού, η οποία διέθετε παχιά άμμο.
Εκεί μαζεύονταν οι νεολαίοι του Ματιού και γαμπρίζανε.
Καμιά 50αριά μέτρα από την ακτή υπάρχει ακόμη μία ξέρα στην οποία οι νεολαίοι έκαναν βουτιές.
Είχαν τοποθετήσει επάνω στην ξέρα ένα βαρέλι το οποίο είχαν γεμίσει με μεγάλες πέτρες, για να είναι σταθερό, στο οποίο σκαρφάλωναν και βουτούσαν.
Θυμάμαι τις περίτεχνες καταδύσεις που έκαναν οι 20άρηδες. Τότε Χρήστος Βλαβιανός, Μανώλης Μπουντούρης και Βασίλης Τσέλιος, που ήταν τα ινδάλματα για εμάς τους μικρότερους...
Κάποια στιγμή ο κυρ Άγγελος Νταβίας, συγχωρεμένος, μας παραχώρησε ένα κομμάτι από το οικόπεδό του και στήσαμε την σκηνή μας, το 1960 μας το πούλησε σε προσιτή, όπου κτίσαμε ένα σπίτι στο οποίο μέχρι σήμερα περνάμε τα καλοκαίρια μας, παρέα με τον καλό μας γείτονα και παιδικό μου φίλο Δημήτρη Νταβία και την γυναίκα του Στέλλα.
Έτσι ξεκίνησε ένας άλλος αγώνας να χτίσουμε ένα παράνομο κτίσμα το οποίο προχώρησε με τον φόβο της κατεδάφισης και των οικονομικών δυσκολιών.
Εκείνη την περίοδο πηγαινοερχόμαστε ακόμη με λεωφορείο κουβαλώντας τσάντες με τα τρόφιμα της διαμονής μας, μέχρι ελαφρά οικοδομικά υλικά.
Μεγάλος αγώνας από μέρους των γονιών μου που μου άφησαν ένα εξοχικό που μου επέτρεψε να παραθερίζω εγώ και η οικογένειά μου τα καλοκαίρια στο αγαπημένο μου Μάτι μέχρι σήμερα.
Αυτοκίνητο αποκτήσαμε αρκετά αργότερα όταν ήμουν παντρεμένος με την Τούλη και η διευκόλυνση για την μεταφορά έγινε παιχνίδι και μας επέτρεψε να μεγαλώσουμε και να αποπερατώσουμε το σπίτι.
Εκεί ξεκαλοκαιριάζαμε έκτοτε με την γυναίκα μου την Τούλη και τα παιδιά μας κάνοντας, γνωριμίες με άλλους παραθεριστές και φιλίες που έκανε την διαμονή μας πιο ευχάριστη.
Αυτό ήταν το Μάτι που αγάπησαν οι Χαλανδραίοι και εγώ της εποχής εκείνης.
Βέβαια στην συνέχεια όταν άρχισε η περίοδος της ανοικοδόμησης, κατοίκησαν το Μάτι και άλλοι άξιοι και φιλοπρόοδοι παραθεριστές από όλοι την Ελλάδα, που αγόρασαν από Χαλανδραίους, κατασκευάζοντας ωραιότατες βίλες, με αποτέλεσμα το Μάτι να παρουσιάζει εικόνα κοσμοπολίτικου θέρετρου.
Σήμερα υπάρχει πλέον τάση για μόνιμη κατοικία από αυτούς που θέλουν να ξεφύγουν από το άγχος του λεκανοπεδίου με συνέπεια η διαμονή να οργανώνεται με βάση τις σύγχρονες απαιτήσεις τις ζωής.
Οι Χαλανδραίοι στέκονται σε όλα αυτά, με συμπάθεια, όσο βλέπουν τις εξελίξεις να βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής αναπολώντας τα χρόνια της απλότητας και της αθωότητας.
Εγώ με την μητέρα μου την Τασία ΝΙΚΟΛAΟΥ
1957. Η σκηνή μας στο οικόπεδο του Βάζου. Ο πατέρας μου Γιώργος Νικολάου, η μητέρα μου και εγώ έφηβος 15 ετών
Μάτι 1966. Εγώ, η αγαπημένη μου Τούλη (γυναίκα της ζωής μου), ο Κώστας Κουράσης, ο Μίμης Μπούφης
Μάτι 1966. Η Τούλη και εγώ και το ζεύγος Τάκη και Βάσω Μπέλμπα
1966. ΠΑΝΩ Ντίνος Καλυβόπουλος και η ξαδέλφη του Τασούλα, ο Κώστας Κουράσης, η Λούλη και ο Γιάννης Μαρίνης, ο Μίμης Μπούφης, ΚΑΤΩ στη μέση Κώστας Πέτσας και η ξαδέλφη μου Ελένη Οικονόμου